- παρέκτωρ
- παρέκτωρ, ορος, ὁ,A provider, Ramsay Studies in the Eastern Roman Provinces p.128 ([place name] Phrygia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρέκτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάτι, ο προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέχω + επίθημα τωρ (πρβλ. δέκ τωρ)] … Dictionary of Greek